Τρίτη 8 Μαΐου 2018

« «εγώ είμαι ο Χριστός»!…το αθάνατο νερό



 Του Παπά Ηλία Υφαντή
Η συνάντηση του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα στο πηγάδι του Ιακώβ δεν φαίνεται καθόλου τυχαία. Φαίνεται σάμπως ο Χριστός να ενήργησε στην περίπτωση αυτή σαν τους κυνηγούς, που περιμένουν στις πηγές τα θηράματά τους. Μπορεί ακόμη, επενεργώντας με τη θεϊκή του δύναμη στα βάθη της καρδιάς της, να την προσκάλεσε, για να της αποκαλύψει κάποιες απ’ τις μεγάλες αλήθειες. Αλλά και, για να φανερώσει για πρώτη φορά, στην αμαρτωλή αυτή γυναίκα την θεϊκή του ταυτότητα.
Βέβαια η προσέγγιση δεν φαίνεται εύκολη. Γιατί η Σαμαρείτιδα, προφασιζόμενη αδιαφορία για έναν Ιουδαίο, κρατάει αποστάσεις. Γι’ αυτό και ο Χριστός καταφεύγει στη σωκρατική μαιευτική. Της ζητάει νερό. Για να του απαντήσει εκείνη πως ήταν περίεργο, που αυτός Ιουδαίος ζητούσε νερό από μια Σαμαρείτιδα. Και να της πει πως, αν γνώριζε ποιος είναι αυτός που της ζητούσε τη χάρη και πόσες χάρες θα της αντιπροσφέρει ο Θεός, όχι μόνο θα του έδινε νερό, αλλά και θα του ζητούσε να της προσφέρει τρεχούμενο νερό. Για να τον ρωτήσει παραξενεμένη και με κάποια δόση ειρωνείας: «Πού θα βρεις το τρεχούμενο νερό, αφού ούτε πηγαδίσιο δεν έχεις; Μια και το πηγάδι είναι βαθύ και δεν διαθέτεις άντλημα»!. Άλλωστε, κατά τη γνώμη της, δεν μπορούσε να ήταν ανώτερος απ’ τον φημισμένο πατριάρχη Ιακώβ, που έφκιασε το πηγάδι. Για να της δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερη απορία, λέγοντάς της πως: «Όποιος πίνει απ’ το νερό του Ιακώβ, ξαναδιψάει, αλλά όποιος πιει απ’ το νερό, που εγώ θα του δώσω, όχι μόνο δεν ξαναδιψάει, αλλά το νερό που θα πιεί, γίνεται μέσα του πηγή, που αναβλύζει νερό για την αιώνια ζωή»! Και η γυναίκα πολύ περισσότερο παραξενεμένη και ίσως με μεγαλύτερη δόση ειρωνείας λέει στο Χριστό: «Δώσε μου, λοιπόν, αυτό το τρεχούμενο νερό να μην έρχομαι κάθε τόσο να το κουβαλάω από δω»!
Οπότε ο Χριστός, επιμένοντας στη σωκρατική του ειρωνεία, δίνει στη γυναίκα να καταλάβει ότι δεν διαθέτει το κατάλληλο «δοχείο» προκειμένου ν’ αντλήσει το αθάνατο αυτό νερό: «Πήγαινε, της είπε, φώναξε τον άντρα σου»! Υποχρεώνοντάς την σε μία «εκ βαθέων» εξομολόγηση, προκειμένου να γίνει καθαρό δοχείο, για να δεχτεί τη θεία χάρη: -«Δεν έχω άντρα», του αποκρίθηκε νιώθοντας παγιδευμένη – «Αλήθεια, της είπε, λες ότι δεν έχεις άντρα. Γιατί, μέχρι τώρα είχες πέντε. Κι αυτός με τον οποίο τώρα συζείς δεν είναι νόμιμος άντρας σου»! Εκείνη πια συνειδητοποιεί ότι έχει απέναντί της, όχι απλά έναν αινιγματικό αλλά έναν μυστηριώδη άνθρωπο και του λέει: «Κύριε μου φαίνεται ότι είσαι προφήτης. Και θα ήθελα να μου λύσεις μια απορία: Γιατί οι δικοί μας πρόγονοι λάτρευαν το Θεό σ’ αυτό εδώ το βουνό, ενώ εσείς οι Ιουδαίοι λέτε ότι πρέπει να λατρεύεται στα Ιεροσόλυμα»; -«Ο Θεός, της αποκρίθηκε ο Χριστός, δεν είναι ούτε εδώ ούτε εκεί. Είναι παντού. Είναι σαν τη δροσερή αύρα, που φυσάει, όπου θέλει. Βρίσκεται έξω και πέρα απ’ τις ανθρώπινες προκαταλήψεις. Είναι το απέραντο θαύμα, που μας μιλάει με μύριες γλώσσες. Αλλά κυρίως με τη γλώσσα της αλήθειας και της ελευθερίας. Κι εκείνο, που ζητάει από μας είναι να του μιλάμε στην ίδια αυτή γλώσσα».
«Έχω ακούσει, του είπε τότε εκείνη, πώς έρχεται ο Μεσσίας, που τον λένε Χριστό. Εκείνος θα μας μιλήσει για όλα». -«Εγώ είμαι, της αποκρίθηκε ο Χριστός, που τώρα μιλάω μαζί σου»! Η γυναίκα έμεινε κεραυνόπληκτη αλλά και απέραντα ευτυχισμένη. Κι ένιωσε την ανάγκη να κάμει κοινωνούς της μεγάλης αυτής χάρης, και τους συντοπίτες της. Με αποτέλεσμα ν’ αφήσει στο πηγάδι τη στάμνα της και να σπεύσει να τους ειδοποιήσει: «Λάτε τους είπε να ιδείτε έναν άνθρωπο, ο οποίος μου αποκάλυψε όλη μου τη ζωή».
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι Εβραίοι είχαν τις γυναίκες σε μεγάλη υποτίμηση. Νοοτροπία απ’ την οποία δεν ήταν απαλλαγμένοι ούτε βέβαια και οι μαθητές του Χριστού. Οι οποίοι με έκπληξη θα τον είδαν, επιστρέφοντας, να συζητάει με μια γυναίκα. Και πολύ περισσότερο βέβαια θα εκπλήσσονταν, αν γνώριζαν το βίο και την πολιτεία της. Αλλά ο Χριστός ήρθε στον κόσμο ακριβώς, για να γκρεμίσει τα τείχη των οποιωνδήποτε προκαταλήψεων μέσα στις οποίες χιλιάδες χρόνια ήταν εγκλωβισμένοι οι άνθρωποι. Γιατί αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι το ποιος είναι εκ πρώτης όψεως ο καθένας, αλλά αν στα κτάβαθά του κρύβει «γη αγαθή».
Η Σαμαρείτιδα, σύμφωνα με την παράδοση, όχι μόνο στον τόπο της, αλλά και σε πολλούς άλλους τόπους έτρεξε, προκειμένου να φέρει το «αθάνατο νερό», που της πρόσφερε ο Χριστός εκεί στο πηγάδι του Ιακώβ. Και δεν δείλιασε ακόμη ούτε και μπροστά στο θάνατο. Γιατί όποιος πίνει το «αθάνατο νερό» της θείας χάρης δεν φοβάται ούτε ακόμη και το θάνατο! Που σημαίνει για μας τους άτολμους και περιδεείς που αντιμετωπίζουμε με άγχος και αγωνία τη ζωή μας ότι αυτό που μας φταίει δεν είναι τα πολυποίκιλα προβλήματα, που μας κατακλύζουν, αλλά το ότι δεν έχουμε γευτεί το αθάνατο νερό της θείας χάρης.
Γιατί διαφορετικά δεν θα ήμασταν σαν τα στεκούμενα νερά, αφού, όχι μόνο δεν ξεδιψάμε τους συνανθρώπους μας, αλλά συχνά μεταβαλλόμαστε ακόμη και σε εστίες μόλυνσης. Θα γινόμασταν πηγή ζωής, που αδιάκοπα αναβλύζει και ποτίζει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, εκ των οποίων πολλοί μπορεί στα κατάβαθα της ύπαρξής τους να κρύβουν «γη αγαθή»…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου