Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Η ΑΡΜΕΝΙΚΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΕΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΟΥΡΚΙΑ (βίντεο)



  Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης

Στις 15 Μαρτίου 1921, λίγα χρόνια μετά την μεγάλη σφαγή -γενοκτονία των Αρμενίων, λίγο πριν από την μεσημέρι, ο Αρμένιος πατριώτης Soghomon Tehlirian ύστερα από συστηματική παρακολούθηση δέκα ημερών έκρινε πως έφτασε η κατάλληλη στιγμή να εκτελέσει το σχέδιο του. Στην οδό Χίντεμπουργκ, σε ένα προάστιο του Βερολίνου κάνει ανύποπτος την συνηθισμένη του βόλτα ντυμένος ευρωπαϊκά και ακολουθούμενος σε απόσταση μερικών μέτρων κατά τα μουσουλμανικά έθιμα από την σύζυγο του, ο οργανωτής του φρικιαστικότερου εγκλήματος στην ιστορία της εξόντωσης των 1.500.000 Αρμενίων, ο άλλοτε υπουργός Εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, Talat Pascha.
Ο Τεχλιριάν ξεκίνησε από το απέναντι πεζοδρόμιο, διασταυρώνεται με τον Ταλαάτ, τον προσπερνάει και επιβραδύνει το βήμα του. Ξαφνικά γυρίζει πίσω και τον κοιτάζει κατάματα. Το βλέμμα του ήταν ο πόνος μιας ολόκληρης γενιάς. Ο Τεχλιριάν ήταν ήσυχος και η συνείδηση του ήταν ήρεμη. Ο Ταλαάτ έδειξε πως κατάλαβε κάτι, τα βλέφαρα του, όπως διηγήθηκε αργότερα ο εκτελεστής του, τρεμόπαιξαν. Θέλησε να λοξοδρομήσει για να αποφύγει τον άγνωστο διαβάτη, αλλά δεν πρόλαβε. Ο Τεχλιριάν έβγαλε το περίστροφο του και με μια αστραπιαία κίνηση το σήκωσε στο ύψος του κεφαλιού του γιγαντόσωμου Ταλαάτ. Μια σφαίρα ήτα αρκετή. Ο Ταλαάτ βρέθηκε ξαπλωμένος καταγής. Η γυναίκα του έπεσε λιπόθυμη ενώ ο κόσμος ξεπετάχτηκε στα μπαλκόνια και από τα παράθυρα φωνάζοντας, «πιάστε τον πιάστε τον». Ο Τεχλιριάν έτρεξε να εξαφανιστεί αλλά κάποιος που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση κατάφερε να τον συλλάβει.
Στην δίκη που έγινε και η οποία συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρων, ο Τεχλιριάν απολογούμενος απέρριψε την κατηγορία που του αποδίδονταν με την φράση : «Σκότωσα μα δεν είμαι δολοφόνος». Το δικαστήριο, μετά από μια δραματική δίκη υιοθετώντας καθώς φαίνεται την άποψη του τον αθώωσε. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με ανακούφιση από την διεθνή κοινή γνώμη και θεωρήθηκε σαν μια πρώτη δικαίωση του τότε κόσμου απέναντι στο ανοσιούργημα της αρμένικης γενοκτονίας του 1915-16.
Η ίδια τύχη περίμενε και άλλους πρωτεργάτες του αρμένικου πογκρόμ. Στις 6 Δεκεμβρίου 1921, ο Arsavir Sirakian εκτελεί στην Ρώμη τον Sayid Halim . Οι Misak Torlakian, Aram Perganian, Stepan Tsagıkıan και Bedros Derbogosıan, όλοι τους μέλη όπως και ο προηγούεμνος της πατριωτικής οργάνωσης, «Ντασνάκ», ανακαλύπτουν και εκτελούν τους πρωτεργάτες γης γενοκτονίας, Bahaeddin Sakır, Kemal Pascha και Ember Pascha.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, την δεκαετία του εβδομήντα, όταν το αρμενικό έθνος είχε αρχίσει να συνέρχεται από την μεγάλη γενοκτονία του, η οργάνωση ASALA έμελε να ξεσηκώσει όλο τον κόσμο με τις αλλεπάλληλες εκτελέσεις Τούρκων διπλωματών εκδικουμένη στο μέτρο της ηθικής δικαιοσύνης τις αμέτρητες σφαγές των άρχων του εικοστού αιώνα. Το πρόβλημα όμως της απόδοσης της δικαιοσύνης πολλές δεκαετίες μετά τις γενοκτονίες ακόμα δεν έχει λυθεί. Η σύγχρονη Τουρκία του ισλαμιστή Ταΐπ Ερντογάν συνεχίζει να αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες που διέπραξε αποδίδοντας την ηθική δικαίωση στα αμέτρητα θύματα τους, προκαλώντας μέχρι σήμερα την οργή στους επιζήσαντες απογόνους αυτών των σφαγών.

Οι γενοκτονίες των χριστιανών της Ανατολής, Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων, ζητούν την ηθική και ιστορική τους δικαίωση και όχι την άθλια παραγραφή της ιστορίας με «συνωστισμούς» και άλλες ανεκδιήγητες ιστορικές αθλιότητες, στον βωμό μιας υποτιθέμενης υποκριτής προσέγγισης που όμως εξομοιώνει με σκανδαλώδη τρόπο τους θύτες με τα αμέτρητα θύματα τους.

ԵՍ ՉԵՄ ՄՈՌԱՆԱ
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
www.nikosxeiladakis.gr

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Τα ΦΙΜΩΤΡΑ ΤΗΣ GOOGLE...

Παπά Ηλίας Υφαντής

Μιλούμε συχνά για τον μεσαίωνα της παπικής εκκλησίας, που τον θεωρούμε μνημείο μοναδικής βαρβαρότητας. Το ίδιο πίστευα κι εγώ, μέχρις ότου βρέθηκα αντιμέτωπος με τον υπόκοσμο του ιντερνετικού μεσαίωνα.
Πιστεύουν πολλοί ότι ο χώρος του ίντερνετ είναι ένας χώρος ελεύθερης έκφρασης. Επειδή μέσα από το χώρο αυτό μπορεί να κυκλοφορήσει κάθε είδους βρωμιά και δυσωδία. Ακόμη και παιδοφιλικά, εξαιρετικά επικίνδυνα ιδιαίτερα για τους νέους, προγράμματα. Όταν όμως κάποιος πονάει για τα όσα συμβαίνουν γύρω του και θέλει να πει την αλήθεια για τις μεθοδεύσεις του δολοφονικού κατεστημένου βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν απάνθρωπο και διεστραμμένο υπόκοσμο. Μπροστά στη βαρβαρότητα του οποίου ωχριά κάθε προηγούμενο αποκρουστικό παράδειγμα.
Απ’ τη στιγμή που μπήκα στο ίντερνετ, βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα πλήθος καθαρμάτων. Αυτό που με καμιά δύναμη δεν μπορούν να υποφέρουν είναι, όταν τους μιλάς για το Ευαγγέλιο και ιδιαίτερα για την ευαγγελική δικαιοσύνη. Γιατί είναι η μόνη βιοθεωρία και κοσμοθεωρία, που δεν μπορούν να την αντέξουν αλλά και δεν βρίσκουν επιχειρήματα να την αντιμετωπίσουν. Γι’ αυτό επιστρατεύουν το μόνο μέσο, που διαθέτουν οι βάρβαροι όλων των εποχών: Την πολύμορφη βία, που ασκούν με απίστευτες μεθοδεύσεις. Ισχυριζόμενοι ότι ο χώρος του ίντερνετ είναι δικό τους φέουδο, στο οποίο μπορούν να λένε και να κάνουν ο, τι θέλουν. Να επιβάλλουν τα δικά τους απάνθρωπα ήθη και τη δική τους ανήθικη ηθική.
Γι’ αυτούς αρετή είναι το έγκλημα, τους πρωταγωνιστές και πρωτεργάτες του οποίου στηρίζουν και περιφρουρούν με όλα τα δυνατά μέσα. Και μάλιστα συχνά πυκνά τους βραβεύουν για τις υπηρεσίες που προσφέρουν, υπονομεύοντας και κακοποιώντας τους λαούς τους οποίους υποτίθεται ότι υπηρετούν. Όπως δυστυχώς συμβαίνει, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια εδώ στον τόπο μας. Και μπορεί σε βάρος κάποιων άλλων λαών να χρησιμοποιούν τα καταστροφικά πολεμικά τους σύνεργα, αλλά σε βάρος άλλων-όπως στη δική μας περίπτωση-επιστρατεύουν τη νομιμότητα. Αν προσέξει κανείς τη νομιμότητά τους, θα διαπιστώσει ότι οι νόμοι τους στη συντριπτική τους πλειονότητα υπερασπίζονται το έγκλημα και διώκουν τη δικαιοσύνη. Και ακριβώς αυτό το αναποδογύρισμα κάθε έννοιας δικαιοσύνης το ονομάζουν «ηθική» και «δικαιοσύνη».
Χαρακτηριστικό κραυγαλέο παράδειγμα στον τόπο μας οι πλειστηριασμοί και ιδιαίτερα οι, σύμφωνοι με την τελευταία τους πατέντα, ηλεκτρονικοί. Μπορεί να υπάρξει ειδεχθέστερη εκστρατεία γενοκτονίας σε βάρος ενός λαού, που προηγουμένως έχει υποστεί την ανελέητη οικονομική αφαίμαξη και απομύζηση. Κι ενώ ακόμη και οι πέτρες κραυγάζουν και αποδοκιμάζουν την αδιαντροπιά τους, αυτοί επιμένουν να μας μιλούν για «δίκαιο» και για «ηθική». Και αναγκάζουν τους ταλαίπωρους αστυνομικούς να αλληλοδέρνονται με τους ανθρώπους, που αγωνίζονται να δημιουργήσουν γραμμές άμυνας υπέρ του δεινά δοκιμαζόμενου λαού.
Αλλά ας μου επιτραπεί να επιστρέψω στον προσωπική μου περιπέτεια και τον σχετικό προβληματισμό: Το 2010 μου έκλεισαν ένα μπλοκ, προφασιζόμενοι μύριες όσες βλακώδεις και ανυπόστατες αιτιολογίες. Το 2016 μου εξαφάνισαν στο you tube κάπου 150 βίντεο κηρυγμάτων. Και ασταμάτητα μου δημιουργούν πολλά και διάφορα προβλήματα. Ποντάροντας προφανώς στο ότι δεν διαθέτω τις απαραίτητες σχετικές γνώσεις, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσω τις παγίδες τους, με αποτέλεσμα να με ταλαιπωρούν.
Χαρακτηριστικά τις τελευταίες μέρες σχετικά με τις αλλεπάλληλες απενεργοποιήσεις των ιμέηλ μου επικαλούνται την «πολιτική» της GOOGLE και γράφουν: «Υπήρχαν ενδείξεις ότι αυτός ο λογαριασμός χρησιμοποιούνταν για την αποστολή ανεπιθύμητου περιεχομένου. Η χρήση ανεπιθύμητου περιεχομένου αποτελεί παράβαση των πολιτικών της Google».
Και μπαίνει το ερώτημα: Ποιο είναι το «ανεπιθύμητο και ποιο το επιθυμητό για τους αξιότιμους αυτούς κυρίους και ποιες είναι οι «πολιτικές» τους; Συμφωνούν με τη δημοκρατία, τον ναζισμό, το φασισμό, τον κομμουνισμό, τη λογική, τον παραλογισμό, την ηθική, τον αμοραλισμό; Γιατί βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να βρίσκονται σε συμφωνία με το Ευαγγέλιο ή έστω με τη διδασκαλία και την πολιτική των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης.
Ας μας το πουν επιτέλους. Για να καταλάβουμε, όχι μόνο εγώ, αλλά και οι χιλιάδες των αναγνωστών των κειμένων μου και των ακροατών των κηρυγμάτων μου ποιες είναι επιτέλους αυτές οι περιβόητες «πολιτικές» της GOOGLE! Και είμαι έτοιμος με όποιον νομίζει ότι κάποια απ’ αυτά που γράφω ή λέγω δεν είναι σωστά να τα συζητήσουμε.
Γιατί σε μένα τουλάχιστο φαίνεται αδιανόητο να ρυθμίζουν την πολιτική της GOOGLE άνθρωποι, που εμφορούνται από τέτοια φασιστική και σαδιστική νοοτροπία. Ή μήπως ο προαναφερθείς ισχυρισμός περί «ανεπιθύμητου περιεχομένου» και «πολιτικών» προέρχεται απλά και μόνο από κάποιους ασπάλακες, που σύρονται και έρπουν ανάμεσα σε τόσους άλλους μέσα στον πολυδαίδαλο οργανισμό της GOOGLE! Οι οποίοι δρουν αυτόνομα και ανεξέλεγκτα, προκειμένου να εκτελούν ως πληρωμένοι δολοφόνοι τις εντολές κάποιων αδίστακτων. Οι οποίοι επειδή δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν τη φωνή του δίκιου και της αλήθειας, μετέρχονται αυτές τις μεθοδεύσεις!
Γιατί, αν πραγματικά η αληθινή πολιτική της GOOGLE είναι αυτού του επιπέδου, αυτό σημαίνει ότι ζούμε στη ζοφερότερη και ολοένα και περισσότερο επιδεινούμενη ως τώρα περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας. Έναν μεσαίωνα απείρως χειρότερο απ’ αυτόν, που έζησαν οι άνθρωποι την εποχή της παπικής κυριαρχίας. Απείρως χειρότερο απ’ τα οποιαδήποτε ολοκληρωτικά και ιεροεξεταστικά καθεστώτα, που γνώρισε μέχρι τώρα ο κόσμος.
Και στην περίπτωση αυτή η τόσο θρυλούμενη ελευθερία στο χώρο το ιντερνέτ δεν είναι παρά μία φενάκη, πίσω απ’ το παραπέτασμα της οποίας κυοφορείται η πλέον ειδεχθής σκλαβιά του ανθρώπινου πνεύματος! Οι προεκτάσεις της οποίας είναι αδιανόητες για τη σημερινή πλειονότητα αλλά για τις επερχόμενες γενιές θα είναι αβίωτη κόλαση!

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Η δίκη του Χριστού ήταν δίκαιη δίκη, έγινε σύμφωνα με το νόμο της εποχής;




Ο Δικαστής Χρήστος Δερμοσσονιάδης αναλύει μέσα από μια νομικη ματιά τη δίκη του Χριστού και μέσω νομικών επιχειρημάτων στοιχειοθετεί το κατά πόσο ήταν δίκαιη σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία της εποχής.

Η δίκη του Χριστού, μια νομική ανάλυση που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για νομικούς και μη.
Όταν ο Πιλάτος βεβαιώθηκε για την αθωότητα του Χριστού και θέλησε να τον απολύσει τότε οι Ιουδαίοι φώναξαν: «Ημείς νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι Θεού υιόν εαυτόν εποίησε.» (Ιωάν.10’7). Αυτή είναι και η σημερινή θέση των Εβραίων.
Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός παρέβη πράγματι το Μωσαϊκό Νόμο και δίκαια κατεδικάσθη σε θάνατο. Είναι δυνατόν όμως η ανθρώπινη Δικαιοσύνη να έφθασε σε τέτοια αντίθεση προς τη Θεία Δικαιοσύνη, ώστε να καταδικάσει σε θάνατο τον ίδιο το Θεό και εν ονόματι του Νόμου να θανατώσει το Δημιουργό; Το βασικό λοιπόν ερώτημα είναι αν η δίκη του Χριστού ήτανε μία δίκαιη δίκη, κατά το ανθρώπινο μέτρο, αν δηλαδή έγινε σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία.
Η δικαιοσύνη την εποχή του Χριστού βρισκόταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο σε λίγα θέματα υστερούσε από το σημερινό ευρωπαϊκό δίκαιο και το εβραϊκό ήτανε ιεροκρατικό και στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο.
Τα εβραϊκά δικαστήρια ήτανε πολυμελή. Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το Μέγα Συνέδριο που είχε και άλλες εξουσίες. Εδρευε στην Ιερουσαλήμ, απετελείτο από 120 μέλη με πρόεδρο τον Αρχιερέα και είχε στη διαταγή του στρατιωτική δύναμη, την κουστωδία.
Οι θανατικές καταδίκες των εβραϊκών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τη Ρωμαϊκή εξουσία όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Η δίκη του Ιησού» του θεολόγου Δημήτριου Καππαή.
Η θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα αλλά σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού σπανίως επιβαλλόταν. Η εκτέλεση γινόταν με διάφορους τρόπους, από τους οποίους πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός ήταν ο θάνατος επί του σταυρού, ο οποίος συνηθίζετο από τα Ρωμαϊκά δικαστήρια, τα οποία δεν είχαν ενδοιασμούς στην επιβολή θανατικής καταδίκης.
Κατά την εβραϊκή δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του κατηγορουμένου αλλά μόνο στις μαρτυρίες.
Η δίκη διεξαγόταν μέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού. Ξεκινούσε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, που έπρεπε να δώσουν σαφή και πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση θα γινόταν με λιθοβολισμό.
Ο Κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος μέχρι την τελική του καταδίκη, εδικαιούτο να μιλήσει, να φέρει μάρτυρες και να τύχει καλής μεταχείρισης.
Κατά τη γνώμη των συγγραφέων δεν ετηρούντο πρακτικά αλλά η ίδια η καταδίκη εκδιδόταν με γραπτό διάταγμα. (Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β’4). Πάντως διάταγμα καταδίκης του Χριστού δεν έχει βρεθεί.
Οι Δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι και μερικοί απ’ αυτούς να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ανεβάλλετο η τελική απόφαση για τη μεθεπόμενη μέρα και εάν επικυρωνόταν η θανατική καταδίκη η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα και όχι αυθημερόν. Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες.
Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε σταματούσε αμέσως η εκτέλεση.
Αυτά για τη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ.
Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ρωμαϊκής υποτέλειας υπήρχε μεγάλη φαυλότητα και ηθικός ξεπεσμός, με αποτέλεσμα οι άρχοντες να είναι πρόσωπα φαύλα, που εξασφάλιζαν τη θέση τους δωροδοκώντας τους Ρωμαίους ηγεμόνες. Οι Δικαστές δεν είχαν πλέον την εντιμότητα και την ανθρωπιά που είχαν οι προκάτοχοι τους. Ολόκληρο το έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και αθλιότητα.
Μετά την ανάσταση του Λαζάρου πολλοί Ιουδαίου πίστεψαν στον Χριστό. «Συνήγαγον ουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι συνέδριον και έλεγον. Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; …. Εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς …. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται.» (Ιω. ΙΑ’48-50)
«Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν.» (Ιω. ΙΒ’10)
Και η στρατιωτική κουστωδία, μαζί με ένοπλους υπηρέτες, όταν συνέλαβε τον Ιησούν δεν τον έφερε στο δικαστήριο αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον ΄Αννα, που υπηρέτησε στο παρελθόν σαν αρχιερέας.
Και ο Αννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία άρχισε ανάκριση για να βρει αιτία εναντίον του συλληφθέντος. Κι ο Χριστός απαντά. «Επερώτησον τους ακηκοότας» «εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν». (Ιω. ΙΗ’,20).
Η απάντηση δεν άρεσε και ένας υπηρέτης ερράπισε τον Ιησούν λέγοντας «ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί;» Σε λίγη ώρα οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα και μέχρις ότου μαζευτούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου οι υπηρέτες έδερναν, έβριζαν και κορόιδευαν τον Χριστό. Το εβραϊκό δίκαιο απαγόρευε την ανάκριση και την κακοποίηση του κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4).
Και άρχισε η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου με άλλες τρεις δικονομικές παραβάσεις.
Το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου και συνεδρίασε νύκτα, πράγμα απαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία.
Μετά την έναρξη της δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες που διαστρέβλωσαν το λόγο του Κυρίου «λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν» (Ιω. Β’19), που οπωσδήποτε ελέχθηκε για την Ανάσταση του ιδίου και όχι για το ναό του Σολομώντος.
Οι μαρτυρίες όμως δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι δόθηκαν αντικανονικά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων. Επρεπε λοιπόν να καταδικαστούν σε θάνατο οι ψευδομάρτυρες σύμφωνα με το Δευτερονόμιον (ΙΘ’ 18-21). «και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού …. Και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται ….»
Το Συνέδριο αποφάσισε ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτούς τους μάρτυρες και ο Πρόεδρος του, ο αρχιερέας Καϊάφας, ερώτησε το Χριστό «συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας …. Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε. Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;» (Ματθαίου ΚΣΤ’ 63).
Η ομολογία του κατηγορούμενου, αν τέτοια θεωρηθεί η απάντησή Του, δεν αποτελούσε κατά το Μωσαϊκό Νόμο απόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες «επί στόματος δύο μαρτύρων και επί στόματος τριών μαρτύρων στήσεται παν ρήμα» (Δευτερονόμιον ΙΘ’15).
Δεν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση, που εθεωρείτο απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας. (Sanhedrin IV,5). Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος.
Ο αρχιερέας «διέρρηξε τα ιμάτια του» πράγμα που απαγορεύει ο Μωσαϊκός νόμος στους ιερείς (Λευϊτικόν 6, ΚΑ’10).
Και τα μέλη του Συνεδρίου απεκρίθησαν «ένοχος θανάτου εστί» (Ματθαίου ΚΣΤ’67).
Η ψηφοφορία έγινε ταυτόχρονα, ενώ έπρεπε να γίνει με τη σειρά, από το νεότερο δικαστή προς τους παλαιότερους για να μην επηρεαστούν μεταξύ τους.
Μετά την καταδίκη άρχισαν άλλα έκτροπα «και ήρξαντο τινές εμπτύειν αυτώ και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού και κολαφίζειν αυτόν και λέγειν αυτώ προφήτευσον ημίν τις εστίν ο παίσας σε. Και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλον» (Μάρκον ΙΔ’ 65).
Για να τηρήσουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι τα προσχήματα περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλιν για να επικυρώσουν την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. «Και ευθέως επί το πρωϊ συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον Ιησούν απήνεγκαν και παρέδωκαν τω Πιλάτω» (Μάρκον ΙΕ’,1).
Ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ και η επίσημη δίκη διεξήχθηκε, ολοκληρώθηκε και εκτελέστηκε η θανατική ποινή μέσα στην ίδια μέρα, την Παρασκευή, κατά παράβαση των κανόνων (Sanhedrin IV,I), ενώ έπρεπε να περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες.
Γράφεται στην Ακολουθία των Αγίων Παθών πριν από το 12ο Ευαγγέλιο ότι: «Ηδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ. Και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ’ ο φύσει σώματος δι’ εμέ πάσχων, Αγαθέ, Κύριε, δόξα σοι.»
Κατά το Μωσαϊκό Νόμο η Θεοποίηση ανθρώπου αποτελούσε βλασφημία και αδίκημα. Ο κατηγορούμενος όμως εδικαιούτο υπεράσπιση.
Ο Χριστός έκανε αναρίθμητα θαύματα μπροστά στο λαό. Και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τον υποδέχτηκαν μερικές μέρες πριν από τη δίκη ψάλλοντας «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ.» (Ιω.ΙΒ’13).
Εξ άλλου η ανθρωπότητα περίμενε το Σωτήρα, «την προσδοκία των εθνών», «τον καθολικό διδάσκαλο» του Σωκράτη, το «Λόγο» του Πλάτωνα, τον «Άγνωστο Θεό» των Αθηναίων, τον «νέο Θεό» των 3 μάγων, τον «Άγιο» του Κομφούκιου και τον αναμενόμενο από όλους τους Προφήτες του Ισραήλ «Μεσσία».
Οι μορφωμένοι εβραίοι γνώριζαν καλά όλες τις προφητείες, που συνέκλιναν και συμφωνούσαν ότι ο κατηγορούμενος Ιησούς ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας – Χριστός όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Ιώσηπου Contra Apionem Lib. II 17.
Η ζωή, η διδασκαλία Του και τα απειράριθμα θαύματα Του δεν χωρούσαν καμιά αμφιβολία. Το Μεγάλο Συνέδριο όμως απαξιεί να μελετήσει το θέμα και να εξετάσει μήπως ενώπιον του αντί Θεοποίηση ανθρώπου έχει ενανθρώπιση Θεού. Μάλλον δεν απαξιεί, αλλά σε γνώση του καταδικάζει το Μεσσία, εφ’ όσον ο αρχιερέας είχε πει μετά την ανάσταση του Λαζάρου «ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί …», όπως αναφέρεται και στο βιβλίο «Η δίκη του Ιησού» του εισαγγελέα Χρήστου Τραπεζούντιου.
Πρεσβύτεροι και Αρχιερείς κατεδίκασαν σε θάνατο το Θεό τους και δέσμιο τον οδηγούν στον ρωμαίο Πιλάτο για να επικυρώσει τη θανατική καταδίκη.
Μια νέα δίκη, Ρωμαϊκή, ξεκινά.
Ήτανε πρωϊ της Παρασκευής, της προηγούμενης μέρας του εβραϊκού Πάσχα, που έφεραν οι εβραίοι τον Ιησούν έξω από το Πραιτώριο. Οι εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στην κατοικία ειδωλολάτρη για να μη μολυνθούν πριν από το Πάσχα και στην επιμονή τους ο ρωμαίος ηγεμόνας διέταξε και τοποθέτησαν στο λιθόστρωτο μπροστά από το Πραιτώριο τη δικαστική του έδρα για να δικάσει εκεί τον κατηγορούμενο.
Κατά το τυπολατρικό ρωμαϊκό δίκαιο η δικαστική εξουσία ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή παρά με το άτομο του.
Με την έναρξη της δίκης παρατηρείται η πρώτη δικονομική παράβαση. Ο κατηγορούμενος ήτανε δέσμιος κατά τη διάρκεια της δίκης ενώ έπρεπε να θεωρείται ο κατηγορούμενος αθώος μέχρι την καταδίκη. Και αρχίζει η δίκη με την ερώτηση του Πιλάτου: «τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;»
Έπρεπε λοιπόν οι εβραίοι να κατηγορήσουν τον Ιησούν. Αλλά κατηγορία για βλασφημία δε θα ενδιέφερε τον ρωμαίο ηγεμόνα. Ούτε θα επέφερε θανατική καταδίκη. Ο αρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ενώπιον του λαού νέα, εντελώς ψευδή, κατηγορία λέγοντας «τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι». (Λουκά ΚΓ’,2)
Η απάντηση του Καϊάφα ήτανε εντελώς ψευδής γιατί το Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τον Ιησούν με άλλη κατηγορία, την βλασφημία.
Ήτανε ψέμα όμως και το περιεχόμενό της, γιατί ο Χριστός είχε δώσει διαφορετική απάντηση στους μαθητές των Φαρισαίων, όταν τον ρώτησαν για τη ρωμαϊκή φορολογία «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. ΚΒ’,21)
Έπρεπε βάσει του Ρωμαϊκού Δικαίου να γίνει γραπτή αίτηση για εισαγωγή σε δίκη.
Έπρεπε να αναφερθεί το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορούμενου και να διατυπωθεί ακριβώς η κατηγορία.
Έπρεπε να συνταχθεί πρωτόκολλη κατηγορίας.
Επρεπε να καθοριστεί η μέρα της δίκης και να κληθούν και να ακουστούν, εκείνη τη μέρα, οι μάρτυρες. (Δημαρά: Ιστορία Ρωμαϊκού Δικαίου, Β 132).
Εάν όμως θεωρηθεί ότι δεν επρόκειτο για πρωτόδικη υπόθεση αλλά για επικύρωση της θανατικής καταδίκης του εβραϊκού δικαστηρίου τότε η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης μαζί με την πρωτόδικη απόφαση.
Ο Πιλάτος δεν έκανε τίποτε απ’ αυτά. Κατέβη από την έδρα του, πράγμα που κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο σήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των εβραίων, ενεργώντας κάποιας μορφής ανάκριση.
«Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;» (Λουκά ΚΓ’3), ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησούν, ο οποίος απεκρίθη «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου …. εγώ …. εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία». (Ιω. ΙΗ’, 35 επ.)
Την απάντηση του Ιησού την κατάλαβε ο Πιλάτος. Ο Χριστός ήτανε πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας. Έκρινε αμέσως ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία και δεν υπήρξε ο Ιησούς ένοχος αντιποίησης εξουσίας.
Ο Πιλάτος επιβεβαίωσε τη θέση του με τη φράση που εξεστόμισε «τι έστιν αλήθεια;» Μια ερώτηση που δεν περίμενε απάντηση γιατί η αλήθεια ήτανε κατ’ εκείνον μια φιλοσοφική ουτοπία. Με το πρακτικό ρωμαϊκό πνεύμα που τον χαρακτήριζε ο Πιλάτος βγήκε από το Πραιτώριο και αθώωσε αμέσως τον κατηγορούμενο λέγοντας στους Ιουδαίους «εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ». (Ιω. ΙΗ’ 38).
Έπρεπε ο Ιησούς να αφεθεί αμέσως ελεύθερος.
Ο όχλος όμως δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο μπροστά στο ανάκτορο επιμένοντας στη θανατική καταδίκη. Μέσα από τις φωνές ο Πιλάτος ξεχώρισε ότι ο Ιησούς ήτανε Γαλιλαίος. Και η Γαλιλαία ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του Πιλάτου. Η Γαλιλαία είχε άρχοντα, τετράρχη, τον εξηρτημένο βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα.
Ο Πιλάτος λοιπόν παρά το γεγονός ότι είχε αμέσως προηγουμένως αθωώσει τον Ιησούν, επικαλέστηκε την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη. Και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη έστειλε τον Ιησούν στον Ηρώδη, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ. (Λουκά ΚΓ’ 6-7)
Ο Ιησούς δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις του Ηρώδη, που αποκεφάλισε τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ο πανούργος Ηρώδης δεν θέλησε να ξαναβάψει τα χέρια του με άγιο αίμα και απεφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα γιατί το αδίκημα του Ιησού και η εβραϊκή καταδίκη του έγιναν έξω από τα δικά του σύνορα της Γαλιλαίας.
Ο Χριστός λοιπόν αθωώθηκε για δεύτερη φορά από τη Ρωμαϊκή εξουσία με την απόφαση του Ηρώδη.
Αντί όμως να αφεθεί ελεύθερος οδηγείται και πάλιν δέσμιος στον Πιλάτο, αφού ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν βασιλικό μανδύα (Λουκά ΚΓ’ 11) πράγματα εντελώς απαράδεκτα με την απαλλαγή του κατηγορούμενου, έστω και για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας.
Ο Πιλάτος βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου και αθώωσε γι’ άλλη μια φορά τον Ιησούν λέγοντας «ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ’ αυτού. Αλλ’ ουδέ Ηρώδης. Ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν. Και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ». (Λουκά ΚΓ’ 15-16)
Οι Ιουδαίοι φώναζαν περισσότερο και στο δίλημμα του Πιλάτου προστέθηκε και το μήνυμα της γυναίκας του Πρόκλας «μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν» (Ματθαίου ΚΖ’20). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πρόκλα βαφτίστηκε Χριστιανή και εορτάζεται η μνήμη της σαν αγίας στις 27 Οκτωβρίου.
Ο Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαρραβά μπροστά στο λαό και ρώτησε ποιόν από τους δύο να απολύση για τη γιορτή του Πάσχα. Και ακούγονταν ακόμη δυνατότερες οι φωνές του όχλου που ζητούσε την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού.
Ο σκληρός τύρρανος, που ήτανε ταυτόχρονα άβουλος και αναποφάσιστος, διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς. Η μαστίγωση ήτανε σκληρή ποινή που συνόδευε την έσχατη ποινή της σταυρώσεως. Μπορούσε να επιβληθεί και σαν αυτοτελής ποινή. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούσε να επιβληθεί σε πρόσωπο που αθωώθηκε ή έστω σε κατηγορούμενο πριν από την τελική καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρος (Τίτλος Ι θέμα 1ον και τίτλος 6ος θέμα 7ον) ήτανε σαφής και παρεβιάσθη κατάφορα.
Σκηνές που θα ντροπιάζουν την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη ακολούθησαν. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα στην αυλή του Πραιτωρίου έντυσαν το ματωμένο σώμα του ενανθρωπίσαντος Θεού με βασιλική χλαμίδα, στεφάνωσαν την κεφαλή του αιώνιου Βασιλέα με ακάνθινο στεφάνι και βασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου. (Ιω. ΙΘ’ 1-3)
Ο εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, ο Πιλάτος, βγήκε πάλι από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθυνόμενος στους αρχιερείς και τον όχλο «λέγει αυτοίς. Ιδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος. Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε. Εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι: ημείς νόμον έχομεν, κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν.» (Ιω.ΙΘ’ 6-7)
Ο Πιλάτος αθώωσε το Χριστό για άλλη μια φορά, αλλά πάλε δεν τον απέλυσε. Και οι Ιουδαίοι παραδέχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε από το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου κατά το Μωσαϊκό δήθεν Νόμο γιατί απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού, πράγμα που απέκρυψαν από τον Πιλάτο μέχρι τη στιγμή αυτή.
Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου «non bis in idem» (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) και ξαναμπήκε στο Πραιτώριο για να ανακρίνει και πάλε τον Ιησούν.
Η νέα απροσδόκητη κατηγορία ότι «εαυτόν υιόν Θεού εποίησε», η επιβλητική προσωπικότητα του Κυρίου, η γαλήνη που ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου και ο θρησκευτικός φανατισμός των Ιουδαίων συγκλόνισαν και σύγχισαν τον Πιλάτο.
Ο Πιλάτος συνομίλησε πάλε με τον Κύριο. Ο κατηγορούμενος δεν ήτανε συνηθισμένος άνθρωπος και μιλούσε σαν να είχε θεϊκή εξουσία. Ο κατηγορούμενος ήτανε ανώτερος από το δικαστή του. «Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν.» (Ιω. ΙΘ’13)
Ξανακάθησε ο Πιλάτος στη δικαστική έδρα και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού. «οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες. εάν τούτον απολύσης ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει το Καίσαρι» (Ιω.ΙΘ’13).
Το τελευταίο τέχνασμα των εβραίων συγκλόνισε τον Πιλάτο γιατί βρισκόταν σε κάποια δυσμένεια του αυτοκράτορα Τιβερίου (Ιωσήπου Lib. XIII, Cap. III, p.1) και αποφάσισε αμέσως να σώσει το τομάρι του παρά να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη. Για να αποφύγει το βάρος της άδικης καταδίκης δεν εξέδωσε δικιά του απόφαση αλλά «λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. Υμείς όψεσθε. Και αποκριθείς πας ο λαός είπε. Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα υμών. Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαρραβάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή.» (Ματθ. ΚΖ’ 24)
Εάν θεωρηθεί ότι η πράξη του Πιλάτου να νήψει τα χέρια του και να επιτρέψει στους Εβραίους να σταυρώσουν το Χριστό ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι κατεδικάσθη ο Ιησούς σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία επειδή παρουσιαζόταν σαν βασιλέας, πράξη αντίθετη προς την Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis.
Και ακολούθησε η εκτέλεση. Οι άνθρωποι σταύρωσαν τον ίδιο το Θεό τους. Και στάθηκαν οι Εβραίοι απέναντι από τον Σταυρό και έβριζαν και κορόϊδευαν. (Μάρκον ΙΕ΄31) «Ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι.» Παραδεχόταν δηλαδή και ενώπιον του Σταυρού ότι ο Χριστός έκανε θαύματα και έσωσε άλλους.
Σταυρώθηκε λοιπόν ο Χριστός και απέθανε και την τρίτη ημέρα ανεστήθη. Τι απέγιναν όμως οι άνθρωποι που ήταν υπόλογοι για την άδικη καταδίκη Του;
Ο προδότης Ιούδας επέστρεψε στον Ναό, έριξε πίσω τα τριάκοντα αργύρια και κρεμάστηκε σε δένδρο έξω από την Ιερουσαλήμ και αυτοκτόνησε.
Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (Μέγας Συναξαριστής, ΄Εκδοση Ε, Τόμος 7ος, σελ. 425) αναφέρεται ότι πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε στον Τιβέριο Καίσαρα τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς. Ο Καίσαρας ακούοντας για τα θαύματα του Χριστού και γνωρίζοντας ότι κατά τον χρόνο της σταύρωσης, έγινε σκότος σε ολόκληρη την οικουμένη διέταξε την προσαγωγή του Πιλάτου, του Άννα και του Καϊάφα στη Ρώμη. Ο Καϊάφας πέθανε κατά το ταξίδι και ο Άννας εκτελέστηκε στη Ρώμη. Ο Πιλάτος φυλακίστηκε έξω από τη Ρώμη και πέθανε στην φυλακή. Αντίθετα στα «χρονικά» του Ζωναρά, βιβλίο Στ’, γράφεται ότι ο διάδοχος του Τιβερίου ο Καλλιγούλας εξόρισε τον Πιλάτο στην Γαλλία και στο Γ’ βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσέβιου γράφεται ότι ο Πιλάτος όταν ήταν εξόριστος στην Γαλλία ήρθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε.
Αυτά λοιπόν για τη δίκη του Χριστού και για τη δίκη των δικαστών Του, στην οποία ο Αυτοκράτορας κατεδίκασε τους δικαστές και κατά συνέπεια αυτή η απόφαση αποτελεί την έβδομη και τελική αθώωση του Χριστού.
Στην εβραϊκή δίκη του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 από τις παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου.
Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Η όλη όμως διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν δίκη, ούτε σαν παρωδία δίκης αλλά σαν το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας και την αιώνια ντροπή που βαρύνει τον κόσμο όλο. Μεγαλύτερο έγκλημα δε μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος. Και όμως τον Σταυρό του θανάτου μετέτρεψε ο Κύριος σε ξύλο της ζωής και το μέγα έγκλημα το μετέτρεψε σε Θείο Σχέδιο Σωτηρίας για μας, τους δήμιούς Του.
Τίποτε αντάξιο της θυσίας Του δεν έχουμε να του αντιπροσφέρουμε και περιοριζόμαστε στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Το Αίμα του Χριστού δεν είναι «εφ’ υμάς και επί τα τέκνα ημών» αλλά μας προσφέρεται για να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας.
Ευχόμαστε η Σταυρική θυσία του Κυρίου μας να σώσει εμάς από τη δικαία καταδίκη.
Χρήστος Δερμοσσονιάδης
Πηγή: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου.

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Τα τραγικά παράδοξα… η λύση της τραγωδίας…


Ανάσταση (Θεοτοκόπουλου)
Η ζωή μας είναι περισσότερο ή λιγότερο μια τραγωδία, αποκορύφωμα της οποίας είναι ο θάνατος. Σχετικά με τον οποίο άσοφοι και σοφοί διαχρονικά προσπάθησαν να βρουν απαντήσεις και να δώσουν, ει δυνατόν, λύσεις. Και αυτό εκφράζεται, όχι μόνο μέσα απ’ τον αγώνα για τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής και τις διάφορες ανακαλύψεις αλλά και μέσα από δρόμους, που ανοίγει η σκέψη και η τέχνη.
Έτσι ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης για παράδειγμα, αποφάνθηκαν ότι «η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου». Με την έννοια ότι ο τρόπος με τον οποίο σκεπτόμαστε και αντιμετωπίζουμε τη ζωή εξαρτάται αποφασιστικά απ’ τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε το μυστήριο του θανάτου. Ένας άνθρωπος, για παράδειγμα, που κοιτάζει κατάματα το μυστήριο του θανάτου μπορεί να κάνει απίστευτα και θαυμαστά πράγματα στη ζωή του. Ενώ κάποιος, που κατέχεται από θανατοφοβία, είναι περιδεής, άτολμος και, κατά κανόνα αδρανής. Αρκετά όμως πριν απ’ τους προαναφερθέντες φιλοσόφους ο Όμηρος βάζει τον Οδυσσέα να κατεβαίνει στον Άδη, το βασίλειο του θανάτου, προκειμένου να πάρει απάντηση για τις ατέρμονες περιπέτειές του και το μέλλον του. Γεγονός που σημαίνει ότι ο μεγάλος ποιητής περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια πριν απ’ τον Φρόιντ είχε ανακαλύψει τον μυστηριώδη κόσμο του λεγόμενου ασυνειδήτου. Μέσα στο οποίο ,όποιος μπορέσει να καταδυθεί, βρίσκει τις λύσεις και τις απαντήσεις όλων των προβλημάτων και βέβαια πρωταρχικά του μυστηρίου του θανάτου. Οι τραγικοί ποιητές εξάλλου με τις τραγωδίες τους προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Και με βάση πάντα το διεισδυτικό τους πνεύμα έφτασαν στα ακρότατα όρια της ανθρώπινης σκέψης. Διαπιστώνοντας ότι η λύση του μυστηρίου και συνεπώς η λύτρωση του ανθρώπου είναι πέρα και πάνω απ’ τις ανθρώπινες δυνατότητες. Πράγμα που φαίνεται άλλωστε απ’ το γεγονός ότι για τα οποιαδήποτε αδιέξοδα της ανθρώπινης σκέψης και πραγματικότητας επινόησαν οι αρχαίοι τον «από μηχανής θεό». Αλλά και πάμπολλοι άλλοι παλιοί και νεότεροι έψαξαν άλλους δρόμους. Πλην όμως μάταια.
Για να διαπιστώνουμε τελικά ότι η πολυπόθητη απάντηση και λύση έρχεται μόνο μέσα απ’ το Ευαγγέλιο. Όπου ο πρωταγωνιστής Χριστός δεν είναι κάποιος υποκριτής (= ηθοποιός) που εμφανίζεται με κάποια μηχανικά μέσα αλλά ο ίδιος ο αληθινός Θεός που έρχεται με μυστηριώδη τρόπο. Για να δώσει με την ίδια του τη ζωή και τη διδασκαλία τις αυθεντικές λύσεις και απαντήσεις στα οποιαδήποτε δυσεπίλυτα και αδυσώπητα προβλήματα. Και ασφαλώς στο «όντως φοβερότερο μυστήριο του θανάτου». Γεγονός που φαίνεται ιδιαίτερα στη συνομιλία του Χριστού με την αδελφή του Λαζάρου Μάρθα, όταν εκείνη εκφράζει το παράπονό της γιατί απουσίαζε, ενόσω ο αδελφός της νοσούσε, για να τον θεραπεύσει. Οπότε ο Χριστός τη βεβαιώνει πως «ο αδελφός της θα αναστηθεί». «Γνωρίζω, του απαντά εκείνη, ότι θα αναστηθεί στη μέλλουσα ζωή». Για να της αποκριθεί: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Αυτός, που πιστεύει σε μένα κι αν ακόμη υποστεί τον φυσιολογικό θάνατο, μπορεί να επανέλθει η στη ζωή. Κι ακόμη πιο πέρα αυτός που πιστεύει σε μένα δεν διατρέχει τον κίνδυνο να πεθάνει ποτέ του αλλά θα ζει αιώνια». Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια κινούμενοι κάποιοι άγιοι, όπως οι σύγχρονοί μας άγιοι Γέροντες Πορφύριος και Παΐσιος, μπόρεσαν με αξιοθαύμαστο τρόπο να καταδυθούν στα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς και να δώσουν απαντήσεις σε προβλήματα, την αιτία και λύση των οποίων δεν μπορούσαν να βρουν πάμπολλοι κοινοί θνητοί, που βασανίζονταν απ’ αυτά.
Και αυτό σημαίνει ότι η απάντηση στο μυστήριο και την ποιότητα της ζωής μας βρίσκεται σε τελική ανάλυση στην απάντηση που δίνουμε στο μυστήριο του θανάτου. Αν πιστεύουμε ότι η αυλαία της τωρινής ζωής είναι ο θάνατος, τότε είμαστε κιόλας πεθαμένοι απ’ αυτή εδώ τη ζωή. Ενώ αν πιστεύουμε στην αιώνια ζωή, τότε θα είμαστε ζωντανοί αιώνια. Και υπόδειγμα αυτής της ζωής μας δίνει πρώτος ο Χριστός με τον τρόπο που αντιμετώπισε τη δική του ζωή. Κατά την οποία τίποτε δεν είδε παθητικά. Ούτε σε καμιά περίπτωση έκλεισε το στόμα του, αλλά είπε και έπραξε τα ταιριαστά για την καθεμιά περίπτωση. Παρότι γνώριζε πως γύρω του εξυφαινόταν με περισσή δολιότητα και πανουργία η συνωμοσία του τέλους του. Κι ούτε κλονίστηκε από τη χλεύη ή τους εξευτελισμούς ή τον ατιμωτικό σταυρικό θάνατο που μεθόδευσαν, προκειμένου να τον απαξιώσουν ολοκληρωτικά. Γεγονός που δείχνει ότι η τελική απαξίωση ή καταξίωση δεν βρίσκεται στα χέρια των ανθρώπων αλλά έρχεται από κάπου αλλού, όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν να εισδύσουν και με οποιονδήποτε τρόπο να επηρεάσουν και να καθορίσουν.
Που σημαίνει ότι όλα καθορίζονται απ’ το Θεό, ανεξάρτητα από τις μεθοδεύσεις που επιστρατεύονται προκειμένου να τον θέσουν στο περιθώριο. Αντίθετα μάλιστα με τα όσα επινοούν δεν κατορθώνουν τίποτε άλλο από το να μπαίνουν οι ίδιοι στο περιθώριο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να απογοητευόμαστε απ’ τις αδιέξοδες συνθήκες, που κάποιοι μεθοδεύουν σε βάρος δικό μας και της πατρίδας μας. Πιστεύοντας πάντοτε ότι η λύση κάθε τραγωδίας είναι η Ανάσταση. Κι όχι μόνο για την μέλλουσα αλλά και την παρούσα ζωή.
Κι όταν σε λίγες μέρες θ’ ακούσουμε στις εκκλησιές το «Χριστός Ανέστη» να μην το πούμε μόνο με τα χείλη αλλά να το ενστερνιστούμε και να το πούμε μ’ όλη μας την ψυχή και την καρδιά.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς Νηστεία και κοινωνική δικαιοσύνη


   Στο χριστιανισμό όπως των γνώρισε ετούτος εδώ ο τόπος, τίποτε δεν γίνεται, από τους πιστούς, για να κερδίσουν μια ατομική εξασφάλιση απέναντι στο Θεό. Ότι πράττει ο χριστιανός έχει άμεση σχέση με την κοινωνία και τον συνάνθρωπο. Εάν πλησιάσει τον συνάνθρωπο, αγαπητικά (ιδιαίτερα τον φτωχό), τότε πλησιάζει τον Θεό. Ας παρακολουθήσουμε τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, πως τοποθετεί το θέμα της νηστείας στα πλαίσια της κοινωνικής δικαιοσύνης.
  "Όταν νηστεύεις και τρέφεσαι μετρημένα, μην αποταμιεύεις για αύριο τα περισσεύματα, αλλά όπως ο Χριστός μας πλούτισε πτωχεύοντας ο ίδιος, έτσι και εσύ, πεινώντας εκούσια, χόρτασε αυτόν που λιμοκτονεί ακούσια, έτσι η νηστεία σου θα είναι σαν περιστέρι που  κρατά κλαδί ελιάς και φέρνει στην ψυχή σου τα καλά μαντάτα  ότι τελείωσε ο κατακλυσμός. Όπως λέει ο μεγάλος προφήτης Ησαΐας,  «πάψτε τους συνανθρώπους σας να τους καταπιέζεται, να φοβερίζεται με απειλητικές χειρονομίες, λόγια να λέτε για τους άλλους πονηρά. Μοιράστε με τον πεινασμένο το ψωμί σας και δώστε ανακούφιση στον καταπιεσμένο. Τότε μες το σκοτάδι θα λάμψει το φως σας, και το σκοτάδι σας θα γίνει σαν του μεσημεριού το φως». Αν όμως δεν θέλεις να δώσεις τα δικά σου, τουλάχιστον κρατήσου μακριά από τα ξένα  και μην ιδιοποιήσε όσα δεν είναι δικά σου, αρπάζοντας και πλουτίζοντας άδικα ακόμα και από τους φτωχότερους, για να μην ακούσεις τον ίδιο τον προφήτη να σου λέει: «η νηστεία όπως τη θέλω εγώ (λέει ο Κύριος), δεν είναι να κακουχίστε για μια μέρα, και το κεφάλι κάτω να το σκύβετε, καθώς το βούρλο, με ρούχα πένθιμα να κάθεστε στη στάχτη. Νηστεία όπως τη θέλω εγώ είναι ετούτη: Να σπάτε των αδικημένων τα δεσμά, να λύνεται τα φορτία που τους βαραίνουν, τους καταπιεσμένους να απελευθερώνετε και να συντρίβετε κάθε ζυγό… Τότε θα λάμψετε σαν της αυγής το φως και οι πληγές σας πολύ γρήγορα θα γιατρευτούν, η δικαιοσύνη μπροστά σας θα βαδίζει και θα έχετε τη δόξα μου για οπισθοφυλακή».
   Αν λοιπόν δεν δίνεις στο φτωχό από τα δικά σου, και μάλιστα από τα περισσεύματα, τουλάχιστον να μην τα αποκτάς σε βάρος του φτωχού, πάντως ο αφέντης των όλων, ο Χριστός, διώχνοντας στο πυρ και αποδοκιμάζοντας όσους μαζευτούν στα αριστερά του, δεν τους καταδικάζει επειδή ήταν άρπαγες (αλλά πολύ περισσότερο) επειδή δεν πρόσφεραν στους φτωχούς. Συνεπώς οι άρπαγες και οι άδικοι δεν θα αναστηθούν για να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με το Χριστό και να κριθούν, αλλά ευθείς για να κριθούν και να καταδικαστούν, διότι και στην πραγματική ζωή δεν ήρθαν πραγματικά πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χριστό. «Κατασπαράζουν το λαό μου έτσι όπως τρώνε το ψωμί» λέει ο Κύριος «σε εμένα δεν προσεύχονται». Ο πλούσιος του οποίου τα χωράφια έδωσαν πλούσια σοδειά, και ο άλλος πλούσιος που φορούσε πολυτελή ρούχα, δίκαια καταδικάστηκαν, όχι επειδή αδίκησαν κάποιον, αλλά διότι δεν πρόσφεραν από όσα είχαν αποκτήσει δίκαια, διότι οι τεράστιες περιουσίες είναι στην πραγματικότητα κοινές, αφού προέρχονται από τα κοινά ταμεία της φύσης που έφτιαξε ο Θεός. Πως λοιπόν δεν είναι πλεονέκτης λοιπόν αυτός που οικειοποιείτε τα κοινά, έστω και αν δεν είναι σαν εκείνον που αρπάζει φανερά τα ξένα; Επομένως ο μεν πρώτος –αλλοίμονο- θα τιμωρηθεί με φρικτή ποινή σαν κακώς δούλος, ο δε δεύτερος θα υποστεί χειρότερα και φρικωδέστερα, και κανείς τους δεν θα μπορέσει να αποφύγει την ποινή αν δεν δεχτεί στην ζωή του τους φτωχούς, ο μεν πρώτος για να διαχειριστεί σωστά όσα του έχει εμπιστευτεί ο Θεός, ο δε δεύτερος για να σκορπίσει όσα μάζεψε στραβά…
Κατά την τελική κρίση οι δίκαιοι θα λένε: Η νοοτροπία το δικό μου και το δικό σου» έχει πλέον διωχτεί μακριά από εδώ, αφού στη γήινη ζωή μας το είχαμε μισήσει, για αυτό άλλωστε κληρονομήσαμε τη βασιλεία του Θεού. Όπου κυριαρχούσε αυτή η ψυχρή φράση κατά τους πατέρες της εκκλησίας («το δικό μου και το δικό σου») απουσίαζε ο δεσμός της αγάπης και διωχνόταν μακριά ο Χριστός. Σε όσους κυριαρχούσε τότε αυτό το πάθος, τους προξενούσε φιλαυτία, φιλαργυρία, μισαδελφία και κάθε κακία, αυτό τους καταισχύνει και τώρα".
Άγιος  Γρηγόριος Παλαμάς,
Ομιλία 13η , τη Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών,
PG 151, 161C – 165B.

Χ. Πάτσης